- ἀκκισμός
- ἀκκισμόςpruderymasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακκισμός — ο (Α ἀκκισμὸς) [ἀκκίζομαι] επίπλαστοι τρόποι, ψευδοσεμνοτυφία … Dictionary of Greek
ακκισμός — ο προσποιητοί τρόποι, νάζια, καμώματα: Μόλις ήρθε στη συντροφιά μας άρχισε τους ακκισμούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκκισμοῖς — ἀκκισμός prudery masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκκισμοί — ἀκκισμός prudery masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκκισμούς — ἀκκισμός prudery masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκκισμῶν — ἀκκισμός prudery masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκκισμῷ — ἀκκισμός prudery masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκκισμόν — ἀκκισμός prudery masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακκίζομαι — (Α ἀκκίζομαι) 1. (κυρίως για ερωτική πολιορκία) προσποιούμαι πως δεν θέλω κάτι, ενώ στην πραγματικότητα τό επιθυμώ, «κάνω νάζια» 2. προσποιούμαι ότι δεν ξέρω κάτι, «κάνω» πως δεν ξέρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκκὼ( οῦς)*. ΠΑΡ. αρχ. ἀκκισμός μσν.… … Dictionary of Greek
επιτήδευμα — το (AM ἐπιτήδευμα) [επιτηδευω] αυτό με το οποίο ασχολείται κανείς, το κύριο βιοποριστικό έργο, η καθημερινή ενασχόληση, το επάγγελμα (α. «φόρος επιτηδεύματος» β. «εἰς τὴν πρὸς ἀλλήλους τῶν καθ’ ἡμέραν ἐπιτηδευμάτων ὑποψίαν», Θουκ.) νεοελλ. συνεκδ … Dictionary of Greek